οξέϊνος

οξέϊνος
-η, -ο (Α ὀξέϊνος, -η, -ον)
βλ. οξένιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οξένιος — α, ο και οξέινος και οξύινος, η, ο (ΑΜ ὀξύϊνος, Α και ὀξέϊνος, η, ον) [οξιά] κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς …   Dictionary of Greek

  • οξύϊνος — η, ο (ΑΜ ὀξύϊνος και ὀξέϊνος, η, ον) βλ. οξένιος …   Dictionary of Greek

  • όξινος — και όξεινος, η, ο (ΑΜ ὄξινος, ίνη, ον, Μ αρσ. και ὄξυνος) αυτός που έχει τη γεύση τού όξους, τού ξιδιού, ο ξινός νεοελλ. 1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οξέα ή έχει τις ιδιότητες τών οξέων (α. «όξινη αντίδραση» β. «όξινο άλας» γ. «όξινο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”